- λογογραφία
- ηη λογοτεχνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογογραφία — λογογραφίᾱ , λογογραφία writing of speeches fem nom/voc/acc dual λογογραφίᾱ , λογογραφία writing of speeches fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογραφίᾳ — λογογραφίαι , λογογραφία writing of speeches fem nom/voc pl λογογραφίᾱͅ , λογογραφία writing of speeches fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογραφία — η (Α λογογραφία) [λογογράφος] νεοελλ. η συγγραφή πεζογραφημάτων αρχ. 1. η συγγραφή ή σύνταξη λόγων, συνήθως ρητορικών και επ αμοιβή 2. η υπηρεσία ή το αξίωμα τού αρχειοφύλακα δικαστηρίου … Dictionary of Greek
λογογραφίας — λογογραφίᾱς , λογογραφία writing of speeches fem acc pl λογογραφίᾱς , λογογραφία writing of speeches fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογραφίαι — λογογραφία writing of speeches fem nom/voc pl λογογραφίᾱͅ , λογογραφία writing of speeches fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογραφίαν — λογογραφίᾱν , λογογραφία writing of speeches fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογογραφίαις — λογογραφία writing of speeches fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
λογογραφικός — ή, ό (Α λογογραφικός, ή, όν) [λογογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογογράφο ή στη λογογραφία, στη σύνταξη λόγων ή πεζού λόγου («σὺ δ ἔχεις ἀνάγκην λογογραφικήν» σού χρειάζονται κανόνες συγγραφής, Πλάτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
λογογράφοι — Έτσι ονομάζονται οι πρώτοι Έλληνες συγγραφείς γενεαλογικών, γεωγραφικών, εθνογραφικών και ιστορικών αφηγήσεων, σε πεζό λόγο, οι οποίοι εμφανίστηκαν τον 6ο αι. π.Χ. · τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος ο Θουκυδίδης (Α, 21). Οι αρχαιότεροι λ. (Κάδμος,… … Dictionary of Greek